- μπαλένα
- μπαλένα, η και μπανέλα, η(λ. ιταλ.)1. κεράτινο έλασμα στο στόμα της φάλαινας αντί δοντιού.2. κάθε κεράτινο ή από άλλη ύλη έλασμα: Αγόραζε πάντα στηθόδεσμους με μπανέλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.