μπαλένα

μπαλένα
μπαλένα, η και μπανέλα, η
(λ. ιταλ.)
1. κεράτινο έλασμα στο στόμα της φάλαινας αντί δοντιού.
2. κάθε κεράτινο ή από άλλη ύλη έλασμα: Αγόραζε πάντα στηθόδεσμους με μπανέλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπαλένα — και μπανέλα και μπαλαίνα, η 1. κεράτινο έλασμα το οποίο λαμβάνεται από το στόμα τής φάλαινας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ζωνών μέσης, στηθόδεσμων κ.λπ. 2. (κατ επέκτ.) έλασμα από άλλη ύλη το οποίο έχει παρόμοια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • μπαλαίνα — η (παλαιότ. τ.) βλ. μπαλένα …   Dictionary of Greek

  • μπανέλα — η βλ. μπαλένα …   Dictionary of Greek

  • φαλαίνιο — το, Ν έλασμα από δόντια φάλαινας, κν. μπαλένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα. Η λ., στον λόγιο τ. φαλαίνιον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • μπανέλα — η η μπαλένα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”